φακόμετρο

φακόμετρο
το, Ν
φυσ. όργανο με το οποίο μετρείται η διαθλαστική ικανότητα τών φακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phacometer < φακός + μέτρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φακόμετρο — το όργανο για τη μέτρηση της διαθλαστικής δύναμης των φακών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”